- ζήλος
- Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία.
* * *(I)ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α και ζᾱλος, ὁ)1. ψυχική ζέση, προθυμία για την εκτέλεση έργου ή αφοσίωση σε κάποια αποστολή (α. «εργάζεται με ζήλο» β. «ὁ ζῆλος τοῡ οἴκου Σου κατέφαγέ με», ΠΔ)2. σφοδρή επιθυμία, έντονος πόθος («... θαυμάζουσι τὴν ἡδονὴν τῆς κόρης, ζῆλος ἐνέπεσεν σ' αὐτοὺς ἵνα τὴν ἀναρπάξουν», Διγ. Ακρ.)μσν.-αρχ.1. φθόνος, ζηλοτυπία («διὰ ζῆλον τῶν γεγενημένων καὶ φθόνον τῶν πεπραγμένων», Λυσ.)2. προθυμία για μίμηση κάποιου, θαυμασμός («κατὰ ζῆλον Ἡρακλέους», Πλούτ.)3. δικαιολογημένη αντίθεση και αγανάκτηση («ζῆλος κατὰ τῶν πολεμίων», Θεοδώρ.)αρχ.1. το αντικείμενο τών ευγενικών επιδιώξεων2. η σταθερή επιδίωξη ορισμένου ύφους στον λόγο («τοῡ Ἀσιανοῡ λεγομένου ζήλου», Στράβ.)3. ορμή, σφοδρότητα («πυρὸς ζῆλος ἐσθίειν τοὺς ὑπεναντίους ΚΔ)4. φρ. «ζῆλος τῆς πολιτείας» — οι γενικές αρχές που διέπουν το πολιτικό καθεστώς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Συγγενές πιθ. με τα ζητρός, ζητέω-ώ, ζημία, δίζημαι, αλλά χωρίς σαφείς αντιστοιχίες στις άλλες ΙΕ γλώσσες.ΠΑΡ. ζηλεύω αρχ. ζαλέω, ζηλαίος, ζηλέωζηλοσύνη, ζηλόω.ΣΥΝΘ.: (Α' συνθετικό) ζηλότυπος, αρχ. ζηλοδοτήρ, ζηλομανήςμσν.ζηλοπαθήςνεοελλ.ζηλόφθονος. (Β' συνθετικό) άζηλος, αντίζηλος, επίζηλος, κακόζηλος, πολύζηλος, χαμαίζηλοςαρχ.αγάζηλος, ανομόζηλος, αρίζηλος, βαρύζηλος, δύσζηλος, ετερόζηλος, εύζηλος, μεγαλόζηλος, ομόζηλος, παναρίζηλος, φιλόζηλοςνεοελλ.περίζηλος].————————(II)ουμενόπτερο τής οικογένειας τών βροκονιδών.
Dictionary of Greek. 2013.